- πύρινος
- (I)-η, -ο / πύρινος, -η, -ον, ΝΜΑ [πῡρ]αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.)νεοελλ.μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας»)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινοντο φυτό πύρεθρο2. φρ. α) «πύρινον φάρμακον»πιθ. το αρσενικόβ) «πύριναι νύμφαι» — ονομασία τών θερμών πηγώνγ) «πύρινος πόλεμος»μτφ. άγριος, σκληρός, πεισματώδης πόλεμοςδ) «πύρινον ἀσπαστικὸν» — θερμότατος χαιρετισμός.————————(II)-ίνη, -ον, ΜΑ [πυρός]1. αυτός που αποτελείται από σιτάρι, ο σιταρένιος («σὺν πολλοῑς ἄρτοις... πυρίνοις», Ξεν.)2. (το θηλ, ως ουσ.) ἡ πυρίνηονομασία εμπλάστρου το οποίο περιέχει άρτο.
Dictionary of Greek. 2013.